Specials

40 Χρόνια από το πρώτο CD – Αφιέρωμα στα “άχρηστα σκουπίδια” που αγαπάμε

Πολύ πριν την εποχή του streaming, ένα επαναστατικό φορμά ήχου γεννήθηκε, ώστε να ταράξει τα νερά στον μουσικό κόσμο. Σε αυτό το αφιέρωμα την τιμητική του έχει το CD, που αυτό το καλοκαίρι κλείνει 40 χρόνια κυκλοφορίας. 

Παρ’ όλο που είμαι φανατικός συλλέκτης τους, δε θα έμπαινα στη διαδικασία να μοιραστώ τις σκέψεις μου, αν δεν διάβαζα ένα μάτσο ασυναρτησίες σε ξένα sites, με τίτλους τύπου “Από απολαυστική εμπειρία σε άχρηστα σκουπίδια”. Πράγματι, το 2022 πολλοί απορούν γιατί κρατώ τους αγαπημένους μου δίσκους και ακόμα περισσότερο γιατί εξακολουθώ να αγοράζω, όταν πληρώνω ήδη συνδρομή στο Apple Music με πρόσβαση σε εκατομμύρια κομμάτια.

Αρχικά, είναι άξιο απορίας πόσο εύκολα οι άνθρωποι λησμονούμε παλιά αγαπημένα πράγματα για κάτι νέο. Πόσο εύκολα βάλαμε στο κουτί τα walkman μας όταν το iTunes κι έπειτα το Spotify ήρθαν στο προσκήνιο; Και πολύ περισσότερο, πόσο περιφρονούνε κάποιοι τη συμβολή των CD στη μουσική, ώστε να τα γιορτάζουν με επετειακά άρθρα και να τα βαφτίζουν παράλληλα άχρηστα;

Σύντομη αναδρομή 

Ο πρώτος Compact Disc γεννήθηκε το 1979 από τον James Russel, που είχε δυσανασχετήσει με τις φθορές των δίσκων βινυλίου. Ακολούθησαν τροποποιήσεις, ώσπου οι Sony & Philips να παρουσιάσουν το ολοκαίνουριο μέσο αποθήκευσης και το 1982 να κυκλοφορήσει στην αγορά. Αν και αρχικά σχεδίαζαν να χωράει 60’ ήχου, τελικά κατέληξαν στα 74’, ώστε να μπορεί να αποθηκευτεί η 9η συμφωνία του Μπετόβεν. Δεν χρειάστηκε να περάσει καιρός για να εκτοξευθεί το CD στην αγορά και να χαρακτηριστεί ως “θαύμα”. Το 1991 ξεπέρασε τις κασέτες σε πωλήσεις και έγινε το απόλυτο μουσικό μέσο. Ακολούθησαν οι Digital Versatile Discs (DVDs), που επέτρεψαν την αποθήκευση εικόνας. 

Το The Visitors (1981) – Ένα από τα πρώτα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν σε μορφή CD.

Ως το 2007, πάνω από 200 δις CDs είχαν πουληθεί στην αγορά, η φόρα ωστόσο άρχισε ήδη να ανακόβεται. Το 1999 το Napster έκανε την εμφάνισή του, επιτρέποντας στους χρήστες να διαμοιράζονται μουσικά αρχεία μέσω Internet. Οξυδερκείς καλλιτέχνες είχαν ήδη αρχίσει να προετοιμάζουν το έδαφος για την ψηφιακή εποχή (η Björk παρήγαγε το Vespertine (2001) με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αλλοιώνεται όταν κατεβαίνει). Το iPod, τα mp3-players και το iTunes αποδυνάμωσαν σταδιακά την ισχύ των CDs, μέχρι την έλευση του Spotify στα τέλη της δεκαετίας. 

Η προσφορά του CD στη μουσική 

Γιατί όμως τίποτε δε θα ήταν το ίδιο χωρίς την έλευση των Compact Discs; Πρώτον, διότι το μέγεθος μετράει και στην προκειμένη περίπτωση αντιστρόφως. Το βινύλιο ήταν ογκώδες, ακριβό και δύσκολο στην αποθήκευσή του. Το CD μπορούσε να χωρέσει και στο πιο μικρό τσαντάκι, ενώ για να το “παίξει” κανείς χρειαζόταν ένα απλό walkman. Η κασέτα και το βινύλιο ήταν επίσης αναλογικά μέσα, που σημαίνει πως τα κομμάτια δεν χωρίζονταν μεταξύ τους και η μεταπήδηση από το ένα στο άλλο ήταν δύσκολη. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που κατέκτησε άμεσα την αγορά.

Δεύτερον, διότι επέτρεψε στη μουσική να ταξιδέψει ευκολότερα. Νέοι καλλιτέχνες μπορούσαν να “κάψουν” τη μουσική και τα demos τους εύκολα και να τη μοιραστούν με τις δισκογραφικές εταιρείες και το κοινό ευρύτερα. Συγχρόνως, ο καθένας μπορούσε να συνθέσει το δικό του playlist και να το γράψει στον Η/Υ του. Τρίτον, διότι η δουλειά των ραδιοφωνικών σταθμών έγινε ευκολότερη, καθώς η μίξη κομματιών δεν ήταν πια τόσο πολύπλοκη. 

Γιατί τα CDs ακόμη αξίζουν; 

Η πρώτη μου επαφή με ένα CD ήταν στην ηλικία των 3 ετών, όταν η γιαγιά μου αγόρασε το Γεια της Δέσποινας Βανδή. Το αγαπούσαμε τόσο, που όταν τελικά έφυγε το έβαλα μαζί της για να μην με ξεχάσει ποτέ. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα μόνος μου ήταν το The Fame Monster (2009) της Lady Gaga και πλέον διαθέτω δεκάδες αγαπημένες κυκλοφορίες στη βιβλιοθήκη μου.  Σε όσους απορούν ακόμη που κάποιοι εξακολουθούμε να αγαπάμε τα CD, ακολουθούν μερικοί βασικοί λόγοι, που υπερτερούν έναντι του streaming: 

    1. Ως άνθρωπος είμαι αρκετά κτητικός: ό,τι αγαπώ θέλω να το αγγίζω και να το αισθάνομαι δικό μου. Όταν, λοιπόν, κυκλοφορήσει ένα νέο άλμπουμ που θα με κερδίσει, νιώθω μια ενστικτώδη ανάγκη να το αποκτήσω στη φυσική του μορφή. 
    2. Η αισθητική τους είναι άψογη! Έχουν κυκλοφορήσει CDs με artworks, που είναι πραγματικά κοσμήματα. Το να περιεργάζεσαι μια συσκευασία και να διαβάζεις τους στίχους όσο ακούς τη μουσική είναι συναίσθημα που λείπει από τις απρόσωπες πλατφόρμες του κινητού. 
    3. Καλώς η κακώς, το streaming σκοτώνει τους καλλιτέχνες, ιδίως αν μιλάμε για τους πιο ανεξάρτητους. Η αγορά ενός CD στηρίζει τον μουσικό και του επιτρέπει να συνεχίσει να επενδύει στη μουσική του, αντίθετα τα $0.003 που προσφέρει το Spotify ανά αναπαραγωγή είναι πραγματικά ψίχουλα. Τη δεδομένη στιγμή που λησμονήσαμε τις φυσικές μορφές, οι καλλιτέχνες συμβιβάζονται να μοιράζονται το έργο τους έναντι πενταροδεκάρων. 
    4. Πολλές αγορές, όπως η Ιαπωνική, προσφέρουν μοναδικές εκδόσεις δίσκων, με bonus κομμάτια, που ορισμένες φορές απουσιάζουν από τις online πηγές.

Συνεπώς, τα CDs ξυπνούν αναμνήσεις, ταξιδεύουν και συλλέγονται πανεύκολα και δημιουργούν μια αμεσότερη σχέση μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού. Τα τελευταία χρόνια, η νοσταλγία των μουσικόφιλων επανέφερε στο προσκήνιο τους δίσκους βινυλίου. Πολλοί υποστηρίζουν ότι σύντομα μια παρόμοια επιστροφή προβλέπεται και για τα CDs. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως για κάποιους από εμάς, τα μικρά αυτά ιριδίζοντα διαμάντια δεν έχουν φύγει ποτέ. 

© 2022, Andreas Sotiroulis. All rights reserved.

About the author

Andreas Sotiroulis

Παθιασμένος visual artist και κλινικά εθισμένος σε πολυάριθμα μουσικά είδη. Ενίοτε γκρινιάρης. Λατρεύω τη θάλασσα, το μωβ και τις ξινές γεύσεις. Αντιπαθώ τους κριτικούς τέχνης.

1 Comment

Leave a Comment