Specials

Britpop: Η Βρετανική μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’90

music hunter
Written by George Michail

Η Britpop είναι είδος της εναλλακτικής ροκ. Εμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, προερχόμενη από την ανεξάρτητη μουσική των αρχών της δεκαετίας του 1990, έχοντας ως βάση τα συγκροτήματα που επηρεάστηκαν από την Βρετανική ποπ μουσική της δεκαετίας του 1960 και του 1970, στην οποία ήταν έντονη η χρήση κιθάρας. Η Britpop εμφανίστηκε κυρίως ως μια αντίδραση σε άλλα ανερχόμενα κινήματα μουσικής του τέλους της δεκαετίας του 1980, και κυρίως αυτού της γκραντζ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο κίνημα αυτό έδωσαν ώθηση Βρετανικά συγκροτήματα όπως οι Suede και Blur, τα οποία είχαν αναφορές στην κιθαριστική Βρετανική μουσική του παρελθόντος, με στίχους αναφερόμενους σε καθαρά Βρετανικά θέματα και ανησυχίες. Σε αυτά τα συγκροτήματα σύντομα θα προστεθούν και άλλα όπως οι Oasis, Pulp, Manic Street Preachers και Verve.

Η Britpop ήταν το μουσικό είδος που έφερε την εναλλακτική ροκ της Βρετανίας στο προσκήνιο, ενώ παράλληλα έγινε και η βάση για ένα ευρύτερο Βρετανικό πολιτιστικό κίνημα, το λεγόμενο Cool Britannia. Αν και τα πιο δημοφιλή συγκροτήματα κατάφεραν να κάνουν παγκόσμια επιτυχία, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κίνημα υποχώρησε μέχρι το πέρας της δεκαετίας.

Ας δούμε κάποιους εκπροσώπους …

Το 1989 ο Richard Ashcroft σχημάτισε το συγκρότημα Verve μαζί με τους Peter Salisbury, Simon Jone, Nick McCabe και Simon Tong.

Οι Verve κυκλοφόρησαν συνολικά τέσσερα album: το A Storm in Heaven (1993), το No Come Down (1994) και το A Northern Soul (1995) αποτελούν την “πρώτη περίοδο” του γκρουπ.

Το ντεμπούτο άλμπουμ τους A Storm In Heaven κυκλοφόρησε το 1993. Σε αυτό το σημείο η ζωή του Richard περιελάμβανε κυρίως να ξυπνάει αργά μέσα στην ημέρα, να παίρνει ναρκωτικά και μετά να κοιμάται πάλι. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους στην Αμερική, για την προώθηση του άλμπουμ, ο Richard μπήκε στο νοσοκομείο λόγω σοβαρής αφυδάτωσης από την κατάχρηση ναρκωτικών πριν από μία συναυλία. Την ίδια χρονιά το συγκρότημα αναγκάστηκε να αλλάξει το όνομά του, μετά από μάχη στα δικαστήρια με μία αμερικάνικη δισκογραφική εταιρεία που ονομαζόταν επίσης Verve. Μετονομάστηκαν σε «Τhe Verve».

Το 1997 διαλύθηκαν, για να επανασυνδεθούν λίγο αργότερα κυκλοφορώντας το άλμπουμ Urban Hymns (1997) που ήταν αυτό το οποίο έκανε τη “μεγάλη επιτυχία”. Το “Urban hymns” έμελε να είναι ο καλύτερος τους δίσκος, ποιοτικά και εμπορικά. Και ήταν το εναρκτήριο κομμάτι που τους εκτόξευσε τόσο μακριά. Το “Bittersweet symphony”, μια ηχητική πανδαισία, τραγούδι που παραμένει κλασσικό και μιλάει για την αγάπη, τις χαρές και τις απογοητεύσεις της ζωής. Οι Verve γνώρισαν μεγάλη επιτυχία με τα Bittersweet Symphony, The Drugs Don’t Work και Lucky Man. Ήταν όλα συνθέσεις του Ashcroft. Τον Απρίλιο του 1999, οι Verve διαλύθηκαν ξανά, ύστερα από την αποχώρηση του Nick McCabe λόγω έντονης λογομαχίας με τον Richard. Η μπάντα ξαναενώθηκε το 2007, μετά τη διάλυσή τους το 1999. Το Forth ήταν το τελευταίο τους κοινό project. Ο Richard Ashcroft συνεχίζει μια πετυχημένη σόλο καριέρα μέχρι και σήμερα.

Discography:

  • A Storm in Heaven (1993)
  • A Northern Soul (1995)
  • Urban Hymns (1997)
  • Forth (2008)

Οι Manic Street Preachers αποτελούν ένα από τα πιο αγαπημένα μου εναλλάκτικα Βρετανικά συγκροτήματα που μου κράτησαν συντροφιά στα εφηβικά μου χρόνια με τα αριστουργηματικά τους album Everything Must Go και This Is My Truth Tell Me Yours. Μέλη της μπάντας o James Dean Bradfield (lead vocals, lead guitar), Nicky Wire (bass guitar, lyrics) και Sean Moore (drums, percussion). Αρχικά ήταν κουαρτέτο, ωστόσο ο κιθαρίστας και στιχουργός του συγκροτήματος εξαφανίστηκε την 1η Φεβρουαρίου 1995, ενώ δηλώθηκε πιθανότατα νεκρός τον Νοέμβριο του 2008. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1986 στο Blackwood της Ουαλίας. Τα μέλη του συγκροτήματος πήγαιναν μαζί στο ίδιο σχολείο. Το 1990 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους EP με Τίτλο New Art Riot. Το 1992 κυκλοφόρησε ο πρώτος τους δίσκος με τίτλο Generation Terrorists, ο οποίος ήταν αρκετά επιτυχημένος, καθώς πούλησε περίπου 250.000 αντίτυπα. Η μεγάλη αναγνώριση όμως από κοινό και κριτικούς ήρθε το 1996 με το Everything Must Go.  Ο δίσκος ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Mercury και κέρδισε 2 Βραβεία Brit. Το 1998 κυκλοφόρησε ο δίσκος This Is My Truth Tell Me Yours που έφτασε στο #1 της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ το single If You Tolerate This Your Children Will Be Next έφτασε επίσης στο #1.

Discography:

  • Generation Terrorists (1992)
  • Gold Against the Soul (1993)
  • The Holy Bible (1994)
  • Everything Must Go (1996)
  • This Is My Truth Tell Me Yours (1998)
  • Know Your Enemy (2001)
  • Lifeblood (2004)
  • Send Away the Tigers (2007)
  • Journal for Plague Lovers (2009)
  • Postcards from a Young Man (2010)
  • Rewind the Film (2013)
  • Futurology (2014)
  • Resistance Is Futile (2018)

Οι Blur ξεκίνησαν το 1989 υπό την ονομασία “Seymour”, και μαζί με τους Suede, ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν το κοινό στο στυλ που αργότερα θα ονομαζόταν Britpop. Το συγκρότημα υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο με την Food Records τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ωστόσο το όνομα του συγκροτήματος δεν άρεσε στους ιθύνοντες της δισκογραφικής εταιρίας και έτσι αποφάσισαν να το αλλάξουν σε Blur. Μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 1990, το συγκρότημα περιόδευε με το Αμερικάνικο συγκρότημα The Cramps. Το πρώτο single του συγκροτήματος βγήκε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς και λεγόταν “She’s So High” φτάνοντας στο #48 των βρετανικών charts. Ο πρώτος επιτυχημένος δίσκος του συγκροτήματος λεγόταν “Parklife”, ενώ περιείχε και το τραγούδι “Girls and Boys” που έγινε μεγάλη επιτυχία, φτάνοντας στο #5 των βρετανικών charts και στο #4 του Billboard. Η λεγόμενη “Μάχη του Britpop” μεταξύ των Blur και των Oasis ξεκίνησε το 1995, όταν οι πρώτοι έβγαλαν τον δίσκο “The Great Escape”. Οι δεύτεροι, ωστόσο, απάντησαν με τον δίσκο “(What’s the Story) Morning Glory?”.

Οι Blur με το indie cred, τα μυθικά live και τις τίμιες επιστροφές τους. Όταν μιλάει κανείς για τους Blur, μάλλον μιλάει κυρίως για την μουσική ιδιοφυΐα που ακούει στο όνομα Damon Albarn. O Albarn είναι ο frontman και η ψυχή των Blur, ενώ πέρα απ’αυτό είναι και ο άνθρωπος πίσω από το animated συγκρότημα των Gorillaz. Mάλιστα, η επιτυχία των Gorillaz στην δεκαετία του 2000 ήταν τόσο μεγάλη που το άλμπουμ “Demon Days” έγινε πέντε φορές πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, δύο φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ, και μάλλον ξεπέρασε κάθε δουλειά που είχαν κυκλοφορήσει οι Blur.

Discography:

  • Leisure (1991)
  • Modern Life Is Rubbish (1993)
  • Parklife (1994)
  • The Great Escape (1995)
  • Blur (1997)
  • 13 (1999)
  • Think Tank (2003)
  • The Magic Whip (2015)

To Boys and Girls διασκευάζεται μέχρι και σήμερα!

Οι Suede είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου Βρετανικά συγκροτήματα, με εφτά albums στο ενεργητικό τους και τρία εκ των οποίων βρέθηκαν στο #1 του UK album chart. H μπάντα που υιοθέτησε πρώτη την τσιχλόφουσκα της brit pop και το δίδυμο Anderson-Butler ξεκίνησε το 1993 και με μια πρώτη τριάδα δίσκων που θα ζήλευε κάθε ποπ συγκρότημα, εδραιώθηκε στη συνείδηση μας ως το πιο ιδιαίτερο της περιόδου. Κάτι οι μυθικοί τους καβγάδες, κάτι οι υπερβολικές καταχρήσεις και οι επεισοδιακές συνεντεύξεις του Brett Anderson η μπάντα επέζησε μια δεκαετία.

Discography:

  • Suede (1993)
  • Dog Man Star (1994)
  • Coming Up (1996)
  • Head Music (1999)
  • A New Morning (2002)
  • Bloodsports (2013)
  • Night Thoughts (2016)
  • The Blue Hour (2018)

Οι Oasis ήταν ένα βρετανικό ροκ συγκρότημα που δημιουργήθηκε το 1991 στην πόλη του Manchester.
Έχοντας αρχικά το όνομα The Rain, το συγκρότημα σχηματίστηκε από τον Liam Gallagher, τον Paul “Bonehead” Arthurs, τον Paul “Guigsy” McGuigan και τον Tony McCarroll, στους οποίους σύντομα προστέθηκε και ο μεγαλύτερος αδερφός του Liam, Noel Gallagher. Έχοντας οκτώ νούμερο 1 single και οκτώ νούμερο 1 album στα chart της Μεγάλης Βρετανίας, στους Oasis απονεμήθηκαν δεκαπέντε NME Awards, εννέα Q Awards, τέσσερα MTV Europe Music Awards και έξι BRIT Awards, συμπεριλαμβανομένου ενός, το 2007, για την συνεισφορά τους στην μουσική και ένα για το καλύτερο των τελευταίων 30 χρόνων από τους ακροατές του BBC Radio 2. Ακόμα, έχουν προταθεί τρεις φορές για βραβείο Grammy.

Μέχρι το 2009, οι συνολικές πωλήσεις δίσκων τους ξεπερνούν τα 70 εκατομμύρια παγκοσμίως. Ακόμα, το συγκρότημα έχει συμπεριληφθεί στη λίστα των Guinness Book of World Records, το 2010, στην κατηγορία για την “Μεγαλύτερη Παραμονή σε Top 10 chart της Βρετανίας από Συγκρότημα”, μετά από μια άνευ προηγουμένου παραμονή στο Top 10 της Βρετανίας επί 22 συνεχόμενες εβδομάδες.

Ο Liam και Noel Gallagher, δύο αδέλφια που έμεναν στις εργατικές κατοικίες, πάμφτωχοι, που η μητέρα τους έκανε 3 δουλειές για να τους μεγαλώσει, έμελε να ταρακουνήσουν το κόσμο της μουσικής. Ποιός δεν έχει σιγοτραγουδήσει το Wonderwall; Οι ίδιοι δήλωναν αλαζονικά ότι είναι το καλύτερο συγκρότημα στο κόσμο. Τα ναρκωτικά είναι καθημερινότητά τους. Το παρακάνουν πολλές φορές, τα δύο αδέλφια μαλώνουν όλο και συχνότερα, αλλά την επόμενη ημέρα ξεχνούν τα πάντα.

Οι Oasis έμειναν στη μουσική σκηνή για περίπου δυο δεκαετίες. Έδωσαν μια άλλη διάσταση στη ροκ, τόσο με τα τραγούδια όσο και με τη συμπεριφορά τους. Αλκοόλ, ναρκωτικά, ομηρικοί καβγάδες, προκλητικές δηλώσεις και σπασμένες κιθάρες. Παρά την επιτυχημένη τους πορεία και τις μεγάλες συναυλίες που έδωσαν σε Ευρώπη και Αμερική, τα δυο αδέρφια, ο τραγουδιστής Liam Gallagher και ο κιθαρίστας, Noel Gallagher κατέστρεψαν ότι είχαν χτίσει. Οι διαφορές τους δεν λύθηκαν ποτέ και έφτασαν σε σημείο να μη μιλάει ο ένας στον άλλον. Οι συγγενικοί δεσμοί έσβησαν. Και μαζί τους και οι Oasis….Ο κόσμος αλλάζει, η ψηφιακή εποχή ήρθε, η μουσική δεν είναι πια η ίδια. Το παιχνίδι έχει άλλους κανόνες, οι Oasis είναι μπάντα όχι επιχείρηση και έτσι διαλύονται το 2008. Σε ένα φεστιβάλ στο Παρίσι ο Liam ορμάει στα καμαρίνια με ένα τσεκούρι και καταστρέφει τη κιθάρα του Noel. Το τέλος είναι οριστικό, η συναυλία ακυρώνεται και ο Noel δεν απαντά σε κανένα τηλεφώνημα του αδελφού του. Δεν έχουν τη μουσική να τους ενώνει, χάνονται, δεν έχουν καμία επάφη ακόμα και σήμερα. Αλλά αγαπιούνται όπως φαίνεται στα σόλο τραγούδια τους.

Discography:

  • Definitely Maybe (1994)
  • (What’s the Story) Morning Glory? (1995)
  • Be Here Now (1997)
  • Standing on the Shoulder of Giants (2000)
  • Heathen Chemistry (2002)
  • Don’t Believe the Truth (2005)
  • Dig Out Your Soul (2008)

Για εκείνα τα μουσικά γούστα που αναζητούν μια ενδιαφέρουσα pop εκδοχή, υπάρχουν οι Pulp, η μπάντα που μαζί με τους Blur, τους Oasis και τους Suede συνέθεσαν τη «χρυσή τετράδα» του Britpop κινήματος τη δεκαετία του ΄90, χάρη στον χαρισματικό Jarvis Cocker. To 1978 ο 15χρονος τότε Jarvis Cocker ξεκίνησε μαζί με φίλους του να φτιάχνει συγκροτήματα δύο ή τριών ατόμων στο Sheffield, αναζητώντας κάποιον να ακούσει τα τραγούδια τους. Για περισσότερο από μια δεκαετία είδαν τα όνειρά τους να μένουν ανεκπλήρωτα. Τα τρία πρώτα τους album είχαν ελάχιστη ανταπόκριση από τον κόσμο και πολλές φορές ο Cocker σκεφτόταν το τέλος του συγκροτήματος. Αυτό μέχρι το 1994 που ήρθε η μεγάλη επιτυχία. Όλα τα μουσικά στοιχεία που τους χαρακτήριζαν βελτιώθηκαν και εμπλουτίστηκαν με “kitchen sink drama” στίχους. Κατάληξη το λατρεμένο μου Different Class, το πέμπτο studio album του συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε στις 31 Οκτωβρίου, σβήνοντας ουσιαστικά τις προηγούμενες δουλειές τους – ακόμη και το πολύ καλό His ‘n’ Hers” – χαρίζοντάς τους τεράστια επιτυχία, Νο 1 θέση στα UK Albums Chart, τέσσερα singles στο βρετανικό top ten και το βραβείο Mercury Music Prize.

Tο 1995 κυκλοφόρησαν το πιο γνωστό κομμάτι τους, το πιασάρικο Common People – ένα υπέροχο πάντρεμα χορευτικής ποπ και glam rock – και η ιστορία της Ελληνίδας φοιτήτριας γράφει ιστορία.

Από τότε οι Pulp γνωρίστηκαν με το «mainstream» κοινό, πούλησαν περισσότερους από 10 εκ. δίσκους, έπαιξαν σε όλο τον πλανήτη και παρά τη σχεδόν δεκαετή παύση, το Νοέμβριο του 2010 αποφάσισαν να ενωθούν ξανά για μία σειρά συναυλιών μετά τον θάνατο ενός κοινού τους φίλου.

Discography:

  • It (1983)
  • Freaks (1987)
  • Separations (1992)
  • His ‘n’ Hers (1994)
  • Different Class (1995)
  • This Is Hardcore (1998)
  • We Love Life (2001)

© 2020, George Michail. All rights reserved.

About the author

George Michail

Eurovisioνικός μέχρι θανάτου και λάτρης του κινηματογράφου και του καλού φαγητού. Λείπει μόνο 20 ώρες την μέρα από το σπίτι του και τις άλλες σίγουρα δεν κοιμάται. Οι μεγάλες του αδυναμίες είναι η pop μουσική και τα ταξίδια.

Leave a Comment