Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από την κυκλοφορία του έκτου στούντιο άλμπουμ της Björk. Αντάξιο του ονόματός του, το Volta είναι ένας ηλεκτρισμένος και αμφιλεγόμενος δίσκος, που δίχασε – και εξακολουθεί να διχάζει- κριτικούς και θαυμαστές.
Ήταν Μάιος του 2007 όταν έφτασε στα ράφια των δισκοπωλείων ο κατακόκκινος δίσκος, με μοναδικό ως τότε δείγμα της πολυαναμενόμενης δουλειάς να είναι το lead single «Earth Intruders». Ο μουσικός κόσμος είχε συνειδητοποιήσει από καιρό πως είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς την επόμενη κίνηση της πειραματικής μουσικού: έχοντας επηρεάσει μια για πάντα τον house και trip hop ήχο με τις πρώιμες δουλειές της στα 90s, φλέρταρε με ατμοσφαιρικούς και μίνιμαλ ρυθμούς στο Vespertine (2001) και, νιώθοντας περιορισμένη από τα μουσικά όργανα, κυκλοφόρησε το Medulla (2004), μια a capella συλλογή με μοναδικό όργανο την ανθρώπινη φωνή.
Στο Volta τα όργανα επιστρέφουν θριαμβευτικά και τα πνευστά έχουν την τιμητική τους: τρομπέτες, κόρνες και άλλα χάλκινα οργιάζουν μαζί με βαριά ηλεκτρονικά IDM beats. Ηχητικά, ο δίσκος αποτελεί πάντρεμα world, avant-pop, punk και tribal επιρροών, ταξιδεύοντάς μας επί 50 λεπτά σε κάθε μήκος και πλάτος της γης.
Αναφερόμενη στον τίτλο του, η μουσικός δήλωσε πως αναζητούσε λέξεις με ενέργεια και ανακάλυψε πως Volta ονομαζόταν ο Ιταλός εφευρέτης που ανακάλυψε τη μπαταρία, αλλά και ένας τεχνητός ποταμός και μια λίμνη στην Αφρική. Έτσι ονομαζόταν επίσης ένας δύσκολος, αλλά διασκεδαστικός μεσαιωνικός χορός, αλλά και η μονάδα ηλεκτρικής τάσης. Το avant-garde εξώφυλλο φωτογραφήθηκε από τον Nick Knight, ενώ σε συμπληρωματική φωτογράφιση από τους Inez & Vinoodh φοράει ένα tribal πλεκτό outfit και φλόγες σχηματίζουν τον τίτλο του δίσκου.
Το ταξίδι ξεκινάει με το «Earth Intruders», ένα ξεσηκωτικό, ηλεκτρονικό worldbeat κομμάτι, που εμπνεύστηκε από έναν εφιάλτη, όσο κοιμόταν σε μια πτήση για την Ινδονησία. Κραυγές, ποδοπατήματα σε λάσπες και ηλεκτρονικοί ρυθμοί, που συνέθεσε μαζί με τον Timbaland κυριαρχούν επί τέσσερα λεπτά και προκαλούν το αίσθημα μιας αποκάλυψης. Το outro αποτελεί μετάβαση στο επόμενο κομμάτι, με ήχους ζούγκλας, λιμανιού και κόρνες πλοίων.
Το «Wanderlust» αποτελεί, κατά την ίδια, την καρδιά του Volta: είναι ένα ηρωικό και επικό IDM κομμάτι, που περιγράφει το συναίσθημα του ανήκειν, της αναζήτησης για κάτι μοναδικό και την τραγωδία του να γνωρίζει κανείς ότι δε θα το βρει ποτέ. Τα πολύπλοκα στρώματα της παραγωγής του, οι πανέξυπνες ενορχηστρώσεις πνευστών και τα φουτουριστικά beats του το καθιστούν ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια που έχουν υπάρξει.
Στο «The Dull Flame of Desire», η Björk μελοποιεί ένα ποίημα του Ρώσου Fyodor Tyutchev, που έζησε τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για ένα ρομαντικό ντουέτο, στο οποίο μαζί με την Anohni τραγουδούν «I love your eyes my dear / They’re splendid, sparkling fire». Το εξομολογητικό κλίμα του διαδέχεται το δυναμικό και ηλεκτρονικό «Innocence», που περιγράφει την άγνοια κινδύνου όσο είμαστε νέοι και το πόσο συναρπαστικό είναι όσο μεγαλώνουμε και κατακτούμε τους φόβους μας.
Εμπνευσμένο από ήχους της Ασίας και με χρήση του pipa (κινέζικο λάουτο), το υπαρξιακό «I See Who You Are» είναι μια αφιέρωση στην κόρη της, μια υπόσχεση αποδοχής και αιώνιας αγάπης και μια παρότρυνση να απολαύσουμε τη ζωή και την ανθρώπινη υπόστασή μας, πριν γίνουμε πνεύματα. Αμέσως μετά, το «Vertebræ By Vertebræ» περιλαμβάνει ήχους ψυχρού ανέμου και μας μεταφέρει στην κορυφή ενός ψηλού βουνού. Έμπνευσή του αποτελεί η αποστροφή της στις οργανωμένες θρησκείες και το αίσθημα σύνδεσης με τις γυναίκες ανά τους αιώνες που ένιωσε η ίδια, όταν απέκτησε κόρη.
Τον παγωμένο αέρα ακολουθεί βροχή, που συνοδεύει τα Γαλλικά κόρνα στη μπαλάντα «Pneumonia». Το μελαγχολικό άσμα γράφτηκε από τη μουσικό όσο ήταν άρρωστη και απομονωμένη. Στο Αφρικανικής επιρροής «Hope» κυριαρχεί το Μαλινέζικο παραδοσιακό κόρα, ενώ η ίδια θέτει ένα δίλημμα μιας καμικάζι, μεταμφιεσμένης σε έγκυο.
Τις κόρνες λιμανιού διαδέχεται το «Declare Independence», ένα εκρηκτικό punk και electroclash κομμάτι. Οι στίχοι του στρέφονται κατά των αποικιοκρατών και προστάζουν επανάσταση. Εμπνευσμένο από την Γροιλανδία και τα Νησιά Φερόε, που κατακτήθηκαν από το βασίλειο της Δανίας, επέφερε τον αποκλεισμό της από την Κίνα όταν σε συναυλία της αφιερώθηκε στο Θιβέτ. Ο δίσκος καταλήγει στο «My Juvenile», μια εξομολογητική μπαλάντα, στην οποία ζητά στο γιό της να τη συγχωρέσει που τον άφησε τόσο νωρίς ανεξάρτητο, να κατανοήσει πως τον γέννησε πολύ μικρή και να αποκαταστήσουν τη σχέση τους.
H punk και tribal αισθητική του άλμπουμ μεταφέρθηκε ακόμη εντονότερα στη σκηνή της <Volta Tour>, στο πλαίσιο της οποίας επισκέφθηκε και την Αθήνα. Το υπερθέαμα περιλάμβανε χορωδία, περίτεχνα κοστούμια, λέιζερ φωτισμούς, άφθονα πνευστά και το πρωτοπόρο διαδραστικό όργανο αφής Reactable. Όπως συνηθίζει, εκτός από τα κομμάτια του δίσκου ερμήνευσε και πολλά παλιότερα αριστουργήματά της, ενορχηστρώνοντας τα κομμάτια στον θριαμβευτικό ήχο του Volta. Μάλιστα, η περιοδεία μεταφέρθηκε και στο φεστιβάλ Coachella, στο οποίο η Björk εμφανίστηκε για δεύτερη φορά. Τα κομμάτια της περιοδείας κυκλοφόρησαν στη live συλλογή Voltaïc, που σύμφωνα με τη μουσικό αποτελεί την πραγματική υπόσταση του δίσκου.
Στην παραγωγή τριών κομματιών του δίσκου συμμετείχε ο γνωστός hitmaker Timbaland. Είναι αξιοσημείωτο πως, παρ’ όλο που την ίδια εποχή έγραφε μερικά από τα γνωστότερα hits του Justin Timberlake ή της Nelly Furtado, η συνεργασία του με τη Björk γέννησε κάθε άλλο παρά mainstream κομμάτια. Η αποδοχή της νέας ηχητικής εμπειρίας που μοιράστηκε η μουσικός ήταν μεικτή και παράδοξη: άλλοι έβρισκαν τον ήχο πολύ ραδιοφωνικό και αδύναμο για τα στάνταρ της μουσικού, ενώ άλλοι τον έβρισκαν πολύ χαοτικό και δύσκολο στο αυτί. Ωστόσο, ο δίσκος αποτελεί ακόμη και σήμερα την μεγαλύτερη επιτυχία της υπερατλαντικά.
Προσωπικά, το Volta θα το χαρακτήριζα κάθε άλλο παρά αδύναμη προσπάθεια. Είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι, στο οποίο αγκαλιάζονται πολιτισμοί και συνδυάζονται είδη και όργανα. Αποτελεί μια νοσταλγική αναφορά στα εφηβικά της χρόνια, όπου έπαιζε σε πανκ μπάντες, αλλά και το αποτέλεσμα εκτόνωσης της υπερταλαντούχας Ισλανδής, σε μια περίοδο όπου είχε διοχετεύσει μέσα της αστείρευτη ενέργεια. Τα ηχητικά εφέ και οι ευφυέστατες μεταβάσεις μεταξύ των κομματιών κρατούν τον ακροατή καθηλωμένο, ενώ τα πολλαπλά στρώματα στην παραγωγή και το πάντρεμα ηλεκτρονικής και ορχηστρικής μουσικής καθιστούν το μουσικό ταξίδι αξέχαστο και μοναδικό.
© 2022 – 2024, Andreas Sotiroulis. All rights reserved.