Mετά το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας της, η κ. Carter δημοσιεύει το δεύτερο κεφάλαιο του magnum opus της και μας θυμίζει τις εποχές που οι pop θρύλοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για το μουσικό τους legacy παρά για το virality.
Δύο χρόνια μετά τον πολιτισμικό τυφώνα του Renaissance και τον φρενήρη εορτασμό των μαύρων και LGBTQ+ καταβολών της club κουλτούρας, η πιο δυναμική μαύρη superstar της εποχής μας καλπάζει πάνω στο Lipizzaner άλογό της προς τον επόμενο σταθμό πολιτισμικής επανοικειοποίησης – την country. Ως απάντηση στην απρόθυμη υποδοχή της στα CMA του 2016, η μαύρη Τεξανή ξεκινά να επεξεργάζεται την καλλιτεχνική «εκδίκησή» της υπό τη μορφή ενός δίσκου που μπορεί να μην είναι country per se αλλά συνοψίζει και παρουσιάζει την μαύρη εκδοχή του είδους με τον πιο ευφάνταστο τρόπο. Όμως το Cowboy Carter είναι κάτι παραπάνω από ένα αξιόλογο μουσικό archive.
Πρώτο τραγούδι του άλμπουμ είναι το AMERICAN REQUIEM – ένα σύγχρονο Bohemian Rhapsody, γεμάτο αξιομνημόνευτες αρμονίες και Princeϊκές κραυγές, το οποίο μας προετοιμάζει για όσα θα βιώσουμε στα επόμενα 26 τραγούδια του άλμπουμ. Nothing really ends, for things to stay the same they have to change again. Η ιστορία μας είναι ο θησαυρός μας. Αλλά για να την διατηρήσουμε ζωντανή οφείλουμε να συμμετέχουμε δραστικά στη ροή της, να γράψουμε εμείς τις επόμενες σελίδες της. Saloons, πιστολίδια, καουμπόιδες και banjo – χρησιμοποιώντας την μυθολογία των κλασικών westerns σαν αφηγηματικό frame, η Beyoncé θα πει την δική της country ιστορία δημιουργώντας το μουσικό ανάλογο του Django Unchained: μια μαύρη μπαίνει στα “χωράφια” των λευκών για να επιβάλλει την τάξη.
Η πρώτη πράξη αυτής της ιστορίας αρχίζει με το cover του BLACKBIRD των Beatles. Γραμμένο το 1968, το τραγούδι είναι εμπνευσμένο από το Little Rock Crisis του ’57, όπου αμέσως μετά το τέλος του segregation, 9 μαύρα παιδιά γράφονται σε ένα σχολείο λευκών εν μέσω απειλών, γιουχαϊσμάτων και έντονου φυλετικού μίσους. Επιστρατεύοντας μερικές από τις καλύτερες black country φωνές του σήμερα (Tanner Adell, Tiera Kennedy, Reyna Roberts και Brittney Spencer) η B μπαίνει με τη σειρά της στη μακρά λίστα μαύρων καλλιτεχνών που επανερμήνευσαν το Blackbird αποτίνοντας φόρο τιμής σε όσους αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των μαύρων την εποχή του Civil Rights Movement. Take these broken wings and learn to fly.
Κάπως έτσι μαθαίνει να πετά και η B αρκετά χρόνια αργότερα, όπου στα δεκαπέντε της, ανήλικη και φοβισμένη, φεύγει από το σπίτι της για να κυνηγήσει την καριέρα. Στο αυτοβιογραφικό 16 CARRIAGES, η Β μιλά για τα δύσκολα πρώτα χρόνια και χτίζει ένα τραγούδι πραγματικά εκπληκτικής ενορχήστρωσης, με μια μελωδική κορύφωση που συγκαταλέγεται στις καλύτερες μουσικές στιγμές του άλμπουμ. Η σύντομη απάντηση στον ενδεχόμενο χλευασμό για το δράμα μιας δισεκατομμυριούχου είναι απλή – όλοι έχουν “δικαίωμα” στο τραύμα – είτε αυτό αφορά το κοινωνικό στίγμα είτε τα δύσκολα προσωπικά βιώματα. Από αυτά τα τραύματα θα προσπαθήσει η ίδια να προστατεύσει τα παιδιά της στο PROTECTOR – μια κλασική Beyoncé μπαλάντα που μπορεί να μην είναι πρωτότυπη ή σημαντική μουσικά αλλά, μαζί με τις σχεδόν αγγελικές αρμονίες του MY ROSE, κλείνει την πρώτη πράξη της αφήγησης.
Η introspective διάθεση της ιστορίας διακόπτεται από το πρώτο ιντερλούδιο του άλμπουμ – ο θρύλος της outlaw country Willie Nelson, ως ραδιοφωνικός host του φανταστικού KNTRY Radio Texas, ανάβει το τσιγάρο του και προλογίζει την πρώτη feelgood και uptempo στιγμή του δίσκου. Όντας ίσως το μόνο τραγούδι του Cowboy Carter που γράφτηκε για να γίνει super-hit, το TEXAS HOLD’EM είναι η επιτομή της υπόσχεσης του δεύτερου act – μια country Beyoncé. Από την εναρκτήρια μελωδία του banjo – κλασικό όργανο του είδους με αφρικανικές ρίζες – έως τα χορευτικά ρεφρέν και το soul outro, το Texas μας θυμίζει πως η country μπορεί να είναι ξεσηκωτική, commercial και ευφάνταστη – όχι μόνο για τους Αμερικάνους.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας, η B επανέρχεται στο ρόλο της ταλαιπωρημένης συζύγου, συνεχίζοντας την ιστορία του Lemonade με ένα country twist. Τις χαριτωμένες συντροφικές στιγμές του BODYGUARD – μια δυναμική μπαλάντα με Fleetwood Mac αναφορές και ένα εθιστικά έξυπνο ρεφρέν – διακόπτει η υποψία της έναρξης ενός εξωσυζυγικού φλερτ. I don’t like the way she’s lookin’ at you. Someone better hold me back. Κάπου εδώ έχουμε και την πρώτη παρέμβαση της Dolly Parton και τη σύνδεση της Becky with the good hair (βλ. Lemonade) με το πιο διάσημο τρίτο πρόσωπο της ιστορίας της μουσικής – την JOLENE. Και ενώ η επαναφορά τους θέματος της απιστίας μπορεί αρχικά να φαντάζει οριακά cringe, το cover του Jolene παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο άλμπουμ. Ξανατραγουδώντας το πιο δημοφιλές country τραγούδι όλων των εποχών και αλλάζοντας τους στίχους του, η B ενώνει τον κλασικό μύθο της country με το σύγχρονο, προσωπικό της μύθο – σκοράροντας άλλον ένα πόντο στο παιχνίδι επανοικειοποίησης του είδους.
Αυτή η παλινδρόμηση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό συνεχίζεται και στο DAUGHTER, με το οποίο κλείνει και το δεύτερο θεματικό κεφάλαιο του δίσκου. Σε αυτήν την εντυπωσιακή country murder ballad, η B φαντάζεται τη στιγμή που δολοφονεί την αντίζηλο της και, κάνοντας ένα σαφές reference στην μεγαλύτερη εμπορική “αντίπαλο” της Taylor Swift, αναφωνεί look what you made me do λίγο πριν τραγουδήσει το οπερατικό Caro Mio Ben. Οι περιέργειες αυτοβιογραφικές αναφορές στην ψυχρότητα του πατέρα της συνδυάζονται με τη φιλόδοξη πρόσμιξη ετερόκλητων μουσικών ειδών σε μια πολυδιάστατη ατμοσφαιρική μπαλάντα που λάμπει εκτυφλωτικά ανάμεσα στα υπόλοιπα τραγούδια του άλμπουμ. Και πριν προλάβουμε να συνέλθουμε, έρχεται το SPAGHETTI – μια δίλεπτη genre-blending βόμβα που συνδυάζει hip hop και brazilian funk υπό τις ευλογίες της ιστορικής Linda Martell. Με ξεκάθαρη αναφορά στα spaghetti western (γυρισμένα από Ιταλούς δημιουργούς που ανέτρεψαν πολλές από τις συμβάσεις του Αμερικάνικου είδους), η Beyoncé μας θυμίζει πως στόχος της δεν είναι να κάνει ένα κλασικό country album αλλά να πειραματιστεί, να εξερευνήσει και να εξελίξει τη δική της μουσική ταυτότητα. Και το κάνει.
Με το δεύτερο ιντερλούδιο προχωράμε στο λιγότερο εντυπωσιακό κεφάλαιο του άλμπουμ το οποίο αφορά τις συνεργασίες με σύγχρονους καλλιτέχνες. Από το συμπαθές / μετριοπαθές ντουέτο με τον μαύρο country artist Willie Jones έως το πολυσυζητημένο II MOST WANTED με την Miley Cyrus και τη συνεργασία – έκπληξη με τον Post Malone LEVII’S JEANS, τα τραγούδια που απαρτίζουν αυτήν την ενότητα φαίνεται να απηχούν τα λόγια του Willie Nelson στο SMOKE HOUR II – they are just for fun. Και παρόλο που αυτό μπορεί εκ πρώτης να φαίνεται απογοητευτικό, δεν είναι. Σε ένα άλμπουμ τόσο σφιχτοδεμένο από άποψη concept και τεχνικής αρτιότητας, ένα διάλλειμα ευχάριστων και καλοδουλεμένων τραγουδιών είναι απαραίτητο, ειδικά όταν αυτά στηρίζουν και τονίζουν τη θεματική του ίδιου του δίσκου. Από ένα homage στην country δε θα μπορούσαν να λείπουν οι σύγχρονοι εκπρόσωποί του, ειδικά σήμερα που όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες στρέφονται στο είδος ελπίζοντας να κάνουν catch up με το μουσικό trend της εποχής. Ταυτόχρονα, η συνύπαρξη της Dolly Parton, του Willie Nelson, του Post Malone και της Miley Cyrus στον ίδιο δίσκο κάνουν ακόμα πιο εμφατικό το point του Cowboy Carter: το εύρος της country, όπως και κάθε είδους, είναι τεράστιο και τα όρια του επανακαθορίζονται διαρκώς, με κάθε νέα κυκλοφορία. Παρά τα ενδεχόμενα ζητήματα marketing και εμπορικού ανταγωνισμού, η απουσία της Taylor Swift από το κεφάλαιο των συνεργασιών είναι ηχηρή καθώς πρόκειται για μια από τις καλλιτέχνιδες που συνέβαλλαν καθοριστικά στην ξέφρενη δημοφιλία της country τα τελευταία χρόνια.
Το τελευταίο κεφάλαιο του δίσκου υπογραμμίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο τη δήλωση της B λίγες μέρες πριν την κυκλοφορία του Cowboy Carter: “This is not a country album, this is a Beyoncé album.” Ο έντονος πειραματισμός με την πρόσμιξη ετερόκλιτων ειδών, ο καλά brandarσιμένος σεξυ δυναμισμός της και η άψογη στην κυριολεξία παραγωγή έρχονται και σφραγίζουν τη θέση αυτού του δίσκου ανάμεσα στις top 3 στιγμές της δισκογραφίας της. Η ενότητα ξεκινά με το αριστουργηματικό YA YA – τι συμβαίνει όταν η Nancy Sinatra, η Tina Turner και οι Beach Boys συναντιούνται σε ένα saloon; Προφανώς χορεύουν ανελέητα σε ένα pastiche όνειρο με 60s rock-n-roll ήχο και έντονη cump αισθητική που αναδεικνύει συγκινητικά την ψυχή της μαύρης μουσικής – παρά τις κακουχίες και τις δυσκολίες, θα έχουμε πάντα τη δύναμη να “το κουνάμε”. Στο ίδιο πλαίσιο έντονου πειραματισμού βρίσκουμε το RIVERDANCE, ένα τραγούδι που τραβά μια νοητή γραμμή που συνδέει το πρώτο και το δεύτερο act της τριλογίας, χαρίζοντάς μας το soundtrack ενός catwalk που γίνεται με καουμπόικες μπότες και σπιρούνια δίπλα σε έναν ορμητικό ποταμό της άγριας δύσης. Και μόλις τα φώτα αυτής της παράδοξης πασαρέλας σβήσουν, το II HANDS II HEAVEN έρχεται να μας θυμίσει την μουσική καταγωγή της B ως ένα καταπληκτικό, δίπρακτο old-school r’n’b κομμάτι με πανέξυπνη σύνθεση και αριστουργηματική vocal performance.
Ακολουθεί το δεύτερο banger κομμάτι του άλμπουμ – το TYRANT. Η στιγμή που η Beyoncé μας προσφέρει το Diva attitude της παραμένοντας στη western θεματολογία (hangman, guns, riding, κλπ.) και μας θυμίζει πως είναι η ίδια που μας γέμισε empowerment με τραγούδια όπως το Flawless και το Formation. Αλλά έχει κάθε δικαίωμα να εξελιχθεί και να πάει παραπέρα – να αφήσει το δικό της στίγμα στη μουσική του 21ου αιώνα, να πάει κόντρα στους κανόνες και να μην σερβίρει αποκλειστικά και μόνο αυτό που ζητάει το fan base της. Στην ίδια λογική κινείται και το SWEET HONEY BUCKIN, η country version του PURE/HONEY, όπου πλέον ο πειραματισμός με την πρόσμιξη ειδών κορυφώνεται σε ένα χαοτικό ντελίριο country, soul και electro-rap.
Πέρα από τις πολυάριθμες συζητήσεις για το αν το Cowboy Carter είναι το άλμπουμ της χρονιάς, αν θα πάρει επιτέλους το πολυπόθητο Grammy και αν κατάφερε να προσεγγίσει την σύγχρονη country με επιτυχία, το βασικό ερώτημα είναι πολύ πιο απλό: είναι ένα καλό άλμπουμ; Κι ενώ η τελική απάντηση σε τέτοια ερωτήματα θα είναι πάντα υποκειμενική, αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι πως πρόκειται για έναν δίσκο που θίγει ζητήματα που απασχολούν, αναδεικνύει ξεχασμένες στιγμές της (μαύρης) μουσικής ιστορίας, φλεξάρει τις δυνατότητες της σύγχρονης μουσικής παραγωγής και συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου είδους που έχει την υπογραφή της Queen B.
Ακούστε το album:
Κείμενο: Γιάννης Μαζαράκης
© 2024, Music Hunter Crew. All rights reserved.