Μετά το αισθησιακό ‘The Sensual World’ (1989) και αφού πλέον η Kate Bush έχει ήδη αφήσει μια τεράστια περιουσία στη μουσική, επιστρέφει το 1993 με το ‘Red Shoes’, έναν φιλόδοξα εξομολογητικό δίσκο που όσο αγαπήθηκε, τόσο αμελήθηκε από κοινό και κριτικούς της εποχής, διακατέχοντας ωστόσο μια ξεχωριστή θέση στον μουσικό κατάλογο της ποιητικής καλλιτέχνιδας.
Η δεκαετία του 1990 άρχισε αρκετά έντονα για την Bush, με τον θάνατο του αγαπημένου της κιθαρίστα και μακροχρόνιου συνεργάτη της Alan Murphy, αλλά και αυτόν της μητέρας της, Hannah Bush, ένα χρόνο πριν την κυκλοφορία του δίσκου να την ωριμάζουν – και συνάμα, καταρρακώνουν – εξαναγκαστικά. Στη νέα δεκαετία η τραγουδοποιός εισέρχεται πιο συνειδητοποιημένη, χωρίς ωστόσο να χάνει την αγάπη της για τη μοντέρνα λογοτεχνία, αφού το Red Shoes είναι άμεσα επηρεασμένο από το κλασικό, χορεομανικό παραμύθι του Hans Christian Andersen.
Περιμετρικά, η περίοδος δημιουργίας του δίσκου ήταν άκρως απαιτητική. Η παραγωγή του έγινε με ψηφιακά μέσα ηχογράφησης, μια πρωτόγνωρη μέθοδος για την καλλιτέχνιδα και το κοινό της, ενώ για άλλη μια φορά η Kate τραγουδάει, γράφει στίχους, συνθέτει, παράγει, χορεύει, ενώ επιπλέον σκηνοθετεί, παίζει και σεναριογραφεί την 45 λεπτών ταινία “The Line, the Cross & the Curve” που συνόδευσε τον δίσκο. Ίσως αυτή η πολυπραγμοσύνη να οφείλεται στις ψυχικές δυσκολίες που αντιμετώπισε, με συνέπεια κάποιες εκτελεστικές αστοχίες τόσο στη μουσική, όσο και στην ταινία.
Μουσικά ακούμε για πρώτη φορά μια Kate Bush που αντί να θέσει νέες τάσεις ακολουθεί υπάρχουσες, έστω και με έναν επιτυχημένο τρόπο. Ο δίσκος είναι ένα κλασικό δείγμα της 80s μουσικής, με βαθιά μπάσα και κάπως αδιάφορα χορευτικά anthems, όπως τα ‘Rubberband Girl’ και ‘Constellation of the Heart’, αλλά και μερικές από τις πιο προσωπικές και εξομολογητικές μπαλάντες της μουσικού, όπως τα ‘And So Is Love’, ‘Top Of The City’ και ‘Moments Of Pleasure’. Στον δίσκο τοποθετείται και η πρώτη και τελευταία συνεργασία της με τον Prince, στο τερπτικό gospel κομμάτι ‘Why Should I Love You’, που όμως θα μπορούσε να είναι πολύ πιο αξιομνημόνευτο δεδομένων των ερμηνευτών του, αποτελώντας μια χαμένη ευκαιρία.
Κορυφαία στιγμή του δίσκου αποτελεί το ομότιτλο κομμάτι, ‘The Red Shoes’, με τις χαρακτηριστικές κελτικές και ιρλανδικές μελωδίες που διέπουν πολλά κομμάτια στην παρακαταθήκη της Bush. Το ‘Moments of Pleasure’ αποτελεί μια μνημειακή λωρίδα της μουσικού με αγαπημένα της πρόσωπα που δεν βρίσκονται εν ζωή, περιτυλιγμένη σε μια όμορφη και συναισθηματική ενορχήστρωση εγχόρδων και πιάνο. Ισχυρή είναι και η συμμετοχή του γυναικείου μουσικού σχήματος Trio Bulgarka στα κομμάτια ‘Song Of Solomon’, ‘You’re The One’ και ‘Why Should I Love You’, μετά την ευχάριστη – και συγκριτικά καλύτερη – προσφορά τους στον προηγούμενο δίσκο της Kate, “The Sensual World”.
Λίγες ημέρες μετά την κυκλοφορία του δίσκου έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο η μικρού μήκους ταινία “The Line, The Cross And The Curve”, με πρωταγωνιστές την Kate, την εξαιρετική βρετανή ηθοποιό Miranda Richardson και τον αγαπημένο μέντορα χορού της μουσικού, Lindsay Kemp, τον οποίο έχει εξυμνήσει ουκ ολίγες φορές στην καριέρα της. Η ταινία περιέχει έξι από τα τραγούδια του δίσκου και περιστρέφεται γύρω από μια νεαρή χορεύτρια και μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία της δίνει ένα ζευγάρι κόκκινες πουέντ (παπούτσια μπαλέτου). Μόλις η νεαρή τις φοράει στα πόδια της αυτά χορεύουν μόνα τους κι εκείνη δε μπορεί να τις βγάλει, με μόνη της επιλογή να μαχηθεί έναντι της μυστηριώδους γυναίκας για να λύσει τα μάγια. Το φιλμ έκανε μια αρκετά ήπια επιτυχία, ενώ μετά την κυκλοφορία του ξεκίνησε η σταδιακή αποχώρηση της μουσικού από τα εγκόσμια και τη μουσική για 12 ολόκληρα χρόνια, δηλώνοντας αρκετά εξαντλημένη και σε ανάγκη για καλλιτεχνική φόρτιση. Έτσι σηματοδοτείται το τέλος της εποχής κυριαρχίας της μέχρι το αριστουργηματικό “Aerial” του 2005 και την είσοδό της σε πιο ποιητικές και ήπιων τόνων μουσικές στιγμές, εξίσου αριστουργηματικές με τη δισκογραφική της πορεία τον 20ο αιώνα.
Παρά την ανάμικτη ανταπόκριση του κόσμου και των κριτικών μουσικής, ο δίσκος τοποθέτησε για πρώτη φορά την καλλιτέχνιδα στο Top 30 του Billboard 200 ενώ κατέκτησε την δεύτερη θέση στα βρετανικά charts, εφόσον ο δίσκος πράγματι αποτελεί την πιο προσιτή στο γενικό κοινό δουλειά της. Υστεροφημικά, η Bush θα παρατηρήσει αρκετές αστοχίες στον δίσκο. Μετανιωμένη για την ψηφιακή παραγωγή και ηχογράφηση του, θα επιχειρήσει να επανεκτελέσει ορισμένα κομμάτια του σε αναλογική παραγωγή στο project “Director’s Cut” το 2011, με εξ ολοκλήρου νέα φωνητικά και ελαφρώς αλλοιωμένους τόνους για να ταιριάξουν στην πλέον πιο μπάσα φωνή της. Επιπλέον, σε συνέντευξη του 2005, η Kate θα χαρακτηρίσει την ταινία “The Line, The Cross and The Curve” ‘ένα μάτσο μπούρδες’ (φιλική προς τον αναγνώστη μετάφραση του αυτολεξεί ‘load of bollocks’).
Στο σύνολό του, ο δίσκος βρίσκεται κάπου στη μέση στον μοναδικό κατάλογο της Bush. Η ελλιπής παραγωγή, η έλλειψη νέων ιδεών, οι χαμένες ευκαιρίες και οι παράταιρες για τη μουσικό lame disco στιγμές σκεπάζονται από τον αφοπλιστικό συναισθηματισμό, την πρωτόγνωρη εξωστρέφεια και την αμεσότητά της στον ακροατή, επιτρέποντάς του να ταυτιστεί μαζί της σε μια δύνη ευαισθησίας.
© 2023, Tasos Mpanos. All rights reserved.