The Ascension | Ατμοσφαιρική βουτιά στις ανασφάλειες, τις κρίσεις και τα τραύματα του Sufjan

Ο αμερικανός Sufjan Stevens δικαιωματικά θεωρείται από τους δημιουργικότερους μουσικούς του νέου μιλένιουμ, διαμορφώνοντας τον δικό του, μοναδικό ήχο και παίζοντας πάνω από 20 μουσικά όργανα στις παραγωγές του. Ο φολκ ήχος, οι χριστιανικές αναφορές και το εξομολογητικό περιεχόμενο της μουσικής του ίσως επηρέασαν καθοριστικά την indie σκηνή. 

Αν και ποτέ δεν έπαψε να πειραματίζεται, η κυκλοφορία του The Ascension τον Σεπτέμβριο του 2020 είναι ίσως από τις λαμπρότερες στιγμές της καριέρας του. Για πρώτη φορά αποχωρίστηκε εντελώς τα φυσικά όργανα, κλείνοντας σε κούτες την κιθάρα και το μπάντζο. Αιτία ήταν αφενός η μετακόμιση του σπιτιού και των studio του και αφετέρου  η αποστροφή του στην ως τότε αισθητική που εκπροσωπούσε. Όπως δήλωσε, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει μόνο συσκευές, που μπορούσε να συνδέσει στον υπολογιστή. Έτσι, μοιραία ακολούθησε μονοπάτια πιο ηλεκτρονικά και από το Age of Adz (2010). 

Prophet συνθεσάιζερ και drum machines έχουν την τιμητική τους, οργιάζοντας σε ένα ογδοντάλεπτο ταξίδι προς τη λύτρωση. Οι ατμοσφαιρικές και ενίοτε διαστημικές glitch, avant-garde και electropop μελωδίες διαταράσσονται από ηλεκτρονικά ξεσπάσματα, που αντικατοπτρίζουν τις κρίσεις πανικού του Sufjan. Στιχουργικά, επηρεασμένο από την απαισιοδοξία του μουσικού σε εκείνη τη φάση της ζωής του, το άλμπουμ αντικατοπτρίζει τη σχέση του με το Θεό, τις ανασφάλειές του, τα τραύματα, την αγάπη και την εγκατάλειψη.

Ο ολοκαίνουργιος ήχος κάνει θεαματική είσοδο στο “Make me an Offer I Cannot Refuse”, με τον Sufjan να απευθύνεται στον Θεό φορτισμένος, δίνοντάς του μια τελευταία ευκαιρία να του αναζοπυρώσει την πίστη του πριν τον εγκαταλείψει. Το αριστουργηματικό “Come Run Away With Me” είναι μια μελαγχολική αφιέρωση σε κάποιο άτομο που καταφέρνει να είναι μαζί μόνο στη φαντασία του. «Θα μας τρομοκρατήσουν και θα μας παραλύσουν με νέες ψευδαισθήσεις» αναφέρει υπονοώντας τις κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ, παρακαλώντας να τρέξει μαζί του σε μακρινούς ορίζοντες. Ονειρεύεται να του εμφυσήσει μια νέα ζωή, ως το μοναδικό πράγμα που χρειάζεται.

«I don’t wanna be your personal jesus» τραγουδάει στο “Video Game”, κάνοντας αναφορά στο εμβληματικό κομμάτι των Depeche Mode. Η πιο ραδιοφωνική και εμπορική στιγμή του δίσκου είναι ειρωνικά και ένας χλευασμός στην εποχή των likes, των views και των ακολούθων. Σαρκάζει την προσπάθεια να είναι κανείς ο εαυτός του, όταν απλά ακολουθεί τις τάσεις και πέφτει στην παγίδα των social. Ακολούθως, αν η παραγωγή του Skrillex συναντούσε τα νευρωτικά beats των Radiohead, θα γεννούσαν το “Lamentations”, ένα IDM ταξίδι σε ένα μέλλον, που καθορίζει και ελέγχει ο ίδιος. 

Στη συνέχεια, το “Tell Me You Love Me”, εκθειάζει τις ανασφάλειες και την έλλειψη εμπιστοσύνης που διακατέχουν τον μουσικό, ζητώντας από το άτομο που είναι ερωτευμένος να τον βεβαιώσει πως θα τον αγαπάει για πάντα. Η πανέμορφη σύνθεσή, που είχε κυκλοφορήσει στο new age δίσκο Aporia έξι μήνες πριν πλέον αποκτά στίχους και φωνητικά στρώματα. «Θέλω να πεθάνω χαρούμενος» είναι ο μοναδικός στίχος που τραγουδά ξανά και ξανά στο “Die Happy”: μια προσευχή / πνευματική μάντρα, που ξεκινά ονειρικά και κλιμακώνεται σε μια ηλεκτρονική έκρηξη.

Η ψυχική του αστάθεια γίνεται πιο ωμή αργότερα, στο “Ativan”, που δανείστηκε το όνομά του από τα γνωστά αγχολυτικά χάπια. Διηγείται τους ιλίγγους και την απώλεια προσανατολισμού που συνοδεύουν τον εσωτερικό πόλεμο που βιώνει, ενώ αναρωτιέται αν είναι όλα μάταια ή μέρος κάποιου απώτερου σχεδίου. Το επικό και θορυβώδες “Death Star” πιθανώς να εμπνεύστηκε από το franchise “Star Wars”. Σε αυτό μοιράζεται τις ανησυχίες του για το βανδαλισμό του πλανήτη μας από το ανθρώπινο γένος πάνω από σκληρά beats.  

Από τις πιο αγαπημένες στιγμές του δίσκου είναι το επτάλεπτο “Sugar”. «Είναι το βάρος του κόσμου στις πλάτες σου; / Μας πουλάνε μυθοπλασία για γεγονότα / Μην πιείς το δηλητήριό τους / Μην με κάνεις να περιμένω πολύ» τραγουδάει, αναζητώντας την αγνότητα και τη στοργή. Ο δίσκος κλείνει με το «America», μια διαμαρτυρία για τη διαφθορά του κράτους και της κουλτούρας του έθνους. 

Άξιο παρατήρησης αποτελεί πως το Ascension περιστρέφεται αρκετά γύρω από κλισέ φράσεις, που χρησιμοποιούνται άβουλα στην ποπ κουλτούρα, με τη διαφορά πως ο Sufjan επιχειρεί να τους προσδώσει νέα πνοή και ουσία. Για παράδειγμα, πόσες φορές έχουμε συναντήσει τη φράση “tell me you love me” και σε ποιες από αυτές απέκτησε το νόημα της διαβεβαίωσης έναντι σε μια ψυχική ανασφάλεια. Πόσο ρηχή ακούγεται σαν φράση το “come run away with me” (συγγνώμη Carly Rae!) και πόσο βάθος αποκτά, όταν εκείνος προσπαθεί να φυγαδεύσει το αγαπημένο του πρόσωπο από την εποχή του δόλου και της διαφθοράς. 

Το Ascension είναι μία γενναία δισκογραφική προσπάθεια του υπερταλαντούχου πλάσματος που ακούει στο όνομα Sufjan. Αποτελεί μια από τις πιο πρωτότυπες στιγμές στην έως τώρα καριέρα του, ενώ αποδεικνύει πως μπορεί να αλλάξει με μαεστρία το acoustic lo-fi στυλ του και να ελιχθεί σε σκληροπυρηνικά ηλεκτρονικά μονοπάτια, χωρίς να χάνεται ούτε η ταυτότητά του, αλλά ούτε και η φωνή του σε αυτά.

Ένα άτομο που μπορεί να παίξει ντουζίνες οργάνων κάθε είδους, δε θα μπορούσε να μη χειριστεί με τον καλύτερο τρόπο τις ηλεκτρονικές κονσόλες, οδηγώντας σε ονειρικές παραγωγές, με πολλαπλά layers. Στο δυστοπικό αυτό rollercoaster πολύπλοκων συναισθημάτων, δε διστάζει να κραυγάσει πως δεν είναι καλά και παλεύει με τους δικούς του δαίμονες γύρω από θέματα πίστης, κοινωνίας και αγάπης, συνεπαίρνοντάς μας σε αυτό το μοναδικό υπαρξιακό ταξίδι. 

 

© 2022, Andreas Sotiroulis. All rights reserved.

Andreas Sotiroulis: Παθιασμένος visual artist και κλινικά εθισμένος σε πολυάριθμα μουσικά είδη. Ενίοτε γκρινιάρης. Λατρεύω τη θάλασσα, το μωβ και τις ξινές γεύσεις. Αντιπαθώ τους κριτικούς τέχνης.